βαρυστόμαχος

βαρυστόμαχος
-η, -ο
1. αυτός που προκαλεί βάρος στο στομάχι: Το βιαστικό φαγητό είναι βαρυστόμαχο.
2. αυτός που νιώθει βάρος στο στομάχι του, που υποφέρει από δυσπεψία: Δε νιώθω καλά, νιώθω βαρυστόμαχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαρυστόμαχος — η, ο 1. αυτός που νιώθει συνήθως βαρυστομαχιά γιατί πάσχει από χρόνια δυσπεψία 2. (για φαγητό) αυτό που προκαλεί βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

  • βαρυστομαχιά — και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, το βάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”